- χαρακτήριση
- η, Νχαρακτηρισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακτηρίζω. Η λ., στον λόγιο τ. χαρακτήρισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρακτηρίσῃ — χαρακτηρίζω engrave aor subj mid 2nd sg χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd sg χαρακτηρίζω engrave fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)